- αξιώνω
- (AM ἀξιῶ, -όω) [άξιος]1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνωαρχ.1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας2. τιμώ, εκτιμώ3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον εγκωμιάζω4. κάνω εκτίμηση της αξίας κάποιου πράγματος5. προσμένω να δεχθώ, ελπίζω να λάβω6. συναινώ, συγκατατίθεμαι7. αποφασίζω8. τολμώ9. δεν διστάζω10. είμαι πρόθυμος για κάτι, δέχομαι ευχαρίστως11. νομίζω, θεωρώ, έχω τη γνώμη ότι...12. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω13. παρακαλώ, προσεύχομαι14. παθ. α) θεωρούμαι ότι αρμόζω σε κάποιονβ) φρ. «διδάσκαλος ἀξιοῡσθαι» — χαίρω εκτίμησης ως δάσκαλος15. μέσ. α) θεωρώ καλό να είμαι..., θεωρώ τον εαυτό μου άξιο για κάτιβ) καταδέχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.